Ο Γ. Μούγιος γεννήθηκε στην Πάτρα το 1907 και πέθανε στην Αθήνα το 1983. Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών (1927-1929), κοντά στους Γ. Ιακωβίδη, Γ. Ροιλό, Δ. Γερανιώτη και Σ. Βικάτο. Βιοποριστικοί λόγοι τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τη Σχολή. Το 1947 άρχισε να ασχολείται συστηματικά με τη ζωγραφική και την περίοδο 1949-1952 μαθήτευσε κοντά στο Σ. Βικάτο. Το στοιχείο που χαρακτηρίζει τη δουλειά του είναι η διαρκής αλλαγή ύφους. Ζωγράφιζε κατά κύριο λόγο τοπία, αλλά και νεκρές φύσεις και συνθέσεις με ανθρώπινες μορφές, που αποδίδει ρεαλιστικά, αξιοποιώντας παράλληλα εξπρεσιονιστικά στοιχεία. Μια σειρά έργων του στη συνέχεια, κινούνται στο χώρο της αφαίρεσης, ενώ έδωσε και συμβολικές συνθέσεις με αυστηρή γεωμετρικότητα και έντονα χρώματα, αλλά και έργα με σουρεαλιστικό περιεχόμενο, εμπνευσμένα από τη σύγχρονη ιστορία.
Παρουσίασε το έργο του σε ατομικές (“Παρνασσός”, 1952, 1954, 1955, 1963, 1982, “Δελφοί”, 1974 κ.α.) και πήρε μέρος σε ομαδικές εκθέσεις (Πανελλήνιες 1963, 1967, 1969, 1971 κ.α.) Έργα του βρίσκονται στην ΕΠΜΑΣ κ.α. Ήταν μέλος του ΕΕΤΕ.
(Λεξικό Ελλήνων Καλλιτεχνών, Εκδοτικός Οίκος "Μέλισσα", τομ. 3, σελ. 161)
Κριτικές
1. Δρ. Στέλιος Λυδάκης «Οι ανησυχίες που γίνονται εικόνα», εφ. Ελεύθερος Κόσμος
Πρόκειται για ένα καλλιτέχνη της γενιάς του ’30, που συγκεντρώνει στο έργο του όλες τις ανησυχίες, όλες τις αναζητήσεις και ακόμη τους πειραματισμούς που χαρακτηρίζουν γενικώτερα την τέχνη του Α’ μισού του 20ου αιώνα.
Είναι ενδιαφέρον να μελετά κανείς τις αντιδράσεις του Έλληνα απέναντι στα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα σ’όλη τη διάρκεια του προαναγερόμενου χρονικού διαστήματος. Οι ίδιοι οι δάσκαλοι του Μούγιου ήταν το αποκορύφωμα του συντηρητισμού. Σπουδασμένοι και οι δυο στο Μόναχο της Γερμανίας, το μεγάλο καλλιτεχνικό κέντρο για 63 περίπου έλληνες, αντιπροσώπευαν τα ακαδημαϊκά ιδεώδη, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις προβληματίζονται με τα υπαιθριστικά κινήματα, πάντα όμως μέσα στα πλαίσια μιας νατουραλιστικής και μόνο αντίληψης. Η γενιά του Μούγιου έπρεπε η να ταυτιστεί με τον συντηρητισμό των ακαδημαϊκών ή να τον υπερκεράσει. Οι καιροί απαιτούσαν το δεύτερο και αποτέλεσμα των καιρών ήταν η έξοχη μορφή του Κωνσταντίνου Παρθένη, που συνέτεινε με το έργο του στον αναπροσανατολισμό των αισθητικών κριτηρίων στην Ελλάδα.
Αν παρακολουθήσει κανείς βήμα προς βήμα την καλλιτεχνική ανέλιξη του Μούγιου θα αντιληφθεί την μια μετά την άλλη τις διάφορες φάσεις αποδέσμευσης από τα ακαδημαϊκά ιδεώδη, που συναντά κανείς και σε άλλους Έλληνες καλλιτέχνες την ίδια εποχή. Και τελικά έρχεται η τελική ρήξη με την ακαδημία.
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ο Έλληνας αισθάνθηκε την ανάγκη να ανασυνταχθεί. Χρειαζόταν να πιαστεί από κάπου προκείμενου να διατηρήσει την αυτοπεποίθηση του και την εμπιστοσύνη του στην εθνική του υπόσταση. Έτσι ανακαλύπτεται η παράδοση και προωθείται στο προσκήνιο. Ήταν μια αντίδραση και απέναντι στην πνευματική φουρτούνα που είχε ξεσπάσει στη Δύση και τα καταλυτικά κύματα της οποίας ξέσπαγαν ως τις ακτές της μακρινής Ελλάδας, που κινδύνευε παρ’όλα αυτά να γίνει παρανάλωμα τους. Η περίπτωση του Κωνσταντίνου Μαλέα που φέρνει με τον τρόπο του στο προσκήνιο τη λαϊκή τέχνη και στρέφει το ενδιαφέρον προς την παραδοσιακή αρχιτεκτονική με μια μελέτη του, που εκδόθηκε μετά το θάνατο του, προπάντων όμως ο Φώτης Κόντογλου, που θεωρεί τη λαϊκόβυζαντινή παράδοση για μια γνήσια ελληνική τέχνη, συμβάλλουν οπωσδήποτε σε μια αναπροσαρμογή. Υπήρξαν όμως και καλλιτέχνες, που δεν δέχτηκαν σαν λύση τη νέα αυτή κατάσταση. Εκείνοι αντελήφθησαν, ότι με το να επιστρέφει κανείς προς τα πίσω, αντιτίθεται προς το πνεύμα της εποχής του κι έτσι προτίμησαν να εγκολπωθούν το πνεύμα αυτό. Σ’ αυτούς ανήκει και ο Γεώργιος Μουγιος που φαίνεται να επιδίδεται σε ένα συνεχή αγώνα συνδιαλλαγής με τις νέες εκφραστικές ιδέες, με τους καινούργιους τύπους αποκάλυψης των προσωπικών του ανησυχιών. Έτσι βρίσκει κανείς στο έργο του υπαιθριστικές- εξπρεσιονιστικές αναζητήσεις, τον παρακολουθεί μετά να προχωρεί προς διάφορες μορφές αφαίρεσης να κινείται μέσα στα πλαίσια ενός σουρεαλιστικού συμβολισμού. Πότε φαίνεται στρατευμένος απέναντι στα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν την εποχή και ποτέ να μεταβάλλει το άγχος του σε χρώμα και σε κραυγή.
Η έκθεση της γκαλερί «Ρωμαίος» προσφέρει έτσι μία ολοκληρωμένη εικόνα ενός ανθρώπου που έζησε όλο σχεδόν τον αιώνα που διανύουμε μέχρι σήμερα προσπαθώντας να σταθεί συνεπής στον εαυτό του και στην εποχή του.
2. Μιχαήλ Τόμπρος, Της Ακαδημίας Αθηνών
Ο Μούγιος, ανεξάρτητα από τις πλαστικές του δυνατότητες ,που τον καθιστούν ικανό να δίνει τόσο αναγλυφικά και έκτυπα τις μορφές του και με στερεότητα ασυνήθη, είναι αξιέπαινος γιατί ετόλμησε τον άθλο να παρουσιάσει ένα έργο που τα θέματά του θα ήτανε δύσκολο να αποτελέσουν τμήμα –σαν πίνακες- ιδιωτικής συλλογής. Μακάβρια και σαρδώνια δεν χωρούν μέσα στο οπτιμιστικό περιβάλλον μιας πινακοθήκης ατομικής, που οι προϋποθέσεις της είναι διαμμετρικά αντίθετες. Παρά ταύτα ετόλμησε. Υπήκουσε στη φωνή της καλλιτεχνικής του συνειδήσεως και αγνόησε το προσωπικό του συμφέρον. Η ανιδιοτέλειά του μας δίνει το μέτρο της ιδεαλιστικής του έξαρσης και την πνευματική του ειλικρίνεια. Μας προσφέρει δηλαδή τα στοιχεία εκείνα επί των οποίων και μόνο είναι δυνατό να στηριχθεί ένα πραγματικά αληθινό και βιώσιμο έργο. Κι αυτό νομίζω επετέλεσε ο κ. Μούγιος γι’αυτό και αισθάνομαι να υψώνεται στην εκτίμησή μου.
3. Άγγελος Γ. Προκοπίου, «Τεχνοκριτικά Σημειώματα, Ο Ήλιος του Μεσονυκτίου», εφ. Η Καθημερινή, 19 Ιανουαρίου 1955
Ένας Έλληνας ζωγράφος στη Λαπωνία. Η περιπέτεια θυμίζει τα ταξίδια του παλιού καιρού στις εξωτικές χώρες για τη δίψα της δόξας, του πλούτου και της γνώσεως. Με την διαφορά πως ο καλλιτέχνης που επιχείρησε το ταξίδι στη χωρά των βραχύσωμων Λαπώνων δεν ήταν για τη δόξα της ανακαλύψεως μιας άγνωστης γης ούτε για το χρυσάφι της. Ήταν μόνο για την συγκίνηση των χρωμάτων του Ήλιου του Μεσονυκτίου Η ιστορία φαίνεται απίθανη αν αναλογιστούμε την φτώχεια των Ελληνων καλλιτεχνων. Αλλά ο ζωγράφος Γ. Μούγιος δεν είναι φτωχός όσο οι συνάδελφοι του. Έχει επιτύχει ως επιχειρηματίας και διαθέτει τα κέρδη του για το μεράκι της τέχνης. (Άγγελος Γ. Προκοπίου, «Τεχνοκριτικά Σημειώματα, Ο Ήλιος του Μεσονυκτίου», εφ. Η Καθημερινή, 19 Ιανουαρίου 1955)
4. Σπ. Παναγιωτόπουλος,, «Εκθέσεις- Γιώργου Μούγιου», εφ. Έθνος, 19 Ιανουαρίου 1961
Η αφαιρετική ή ημιαφηρημένη τέχνη είναι η γέφυρα που ενώνει την παράδοση με τις επαναστατικές τάσεις της εποχής μας. Δεν κόβει τους δεσμούς της με τον αντικειμενικό κόσμο, μα και δεν αντλεί απ’αυτόν παρά λιγοστά συστατικά, τόσα όσα της χρειάζονται για να προσφέρη στο θεατή κάτι έστω, από την υποστασί του. Ο καλλιτέχνης που την υπηρετεί χαλιναγωγεί την φαντασία του χωρίς να την εξουδετερώνη, καθώς επίσης φροντίζει ν’αποδίδει τα πράγματα χωρίς δουλική μίμηση, χωρίς πιστή περιγραφή. Είναι μια τέχνη που επιτρέπει πολλές ελευθερίες, όμως καμμιάν αυθαιρεσία, που αποκλείει τη νοθεία, που ικανοποιεί και τον αχόρταγο αναζητητήν καινούργιων συγκινήσεων και τον μη καθυστερημένο φίλο της παραδοσιακής πλαστικής εκφράσεως. Αυτής της τέχνης εκπρόσωπος είναι ο Γιώργος Μούγιος, που εκθέτει στον «Παρνασσό» 60 ελαιογραφίες του.
Από τον καιρό που επραγματοποίησε την προηγούμενη έκθεσι του ως τώρα, έκανε μεγάλο δρόμο ο καλλιτέχνης. Μαθητής του Σπύρου Βικάτου, στου οποίου τη μνήμη είναι αφιερωμένη η τωρινή έκθεσις, πρωτοφάνηκε με σειρά ελαιογραφιών που είχαν εμφανή ίχνη της επιδράσεως του αειμνήστου διδασκάλου του. Σιγά-σιγά άρχισε ν’απολυτρώνεται απ’αυτή, να διαμορφώνη κάποιον ατομικό χαρακτήρα, χωρίς όμως να παρεκκλίνη από την εμπρεσιονιστική γραμμή που ακολουθούσε. Κανένα από τα απειράριθμα έργα που εφιλοτέχνησε κατά την μακράν αυτή περίοδο δεν προμηνούσε την μελλοντική του εξέλιξη.
Το πόσο διαφορετικός είναι τώρα ο Μούγιος το διαπιστώνει κανείς άμα συγκρίνει το μοναδικό παληό έκθεμα του (προσωπογραφία Βικάτου) με τα νέα του πονήματα. Καταντάει απίστευτο τ’ότι μέσα σ’ένα μικρό χρονικό διάστημα έγινε τόσο σημαντική μεταμόρφωσις!
Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας παραγωγής του ζωγράφου: Η πλαστική φόρμα και το θελκτικό χρώμα. Κι’όταν το θέμα αναπτύσσεται ελέυθερα, όπως λ.χ. στην εμπνευσμένη από τη «Δέησι» του Ντύρερ «Επίκλησι», στις «Τύψεις», που συμβολίζουν μία δραματική στιγμή της ιστορίας, στη «φαντασία» κ.α., κι όταν αφίνη να διαγραφή καθαρά ότι προεκάλεσε τον κραδασμό του, τα σχήματα έχουν ρυθμική διάταξι και το χρώμα μελωδικούς τόνους. Στην ανάδειξι των χρωματικών αξιών συντελεί πολύ κ η τεχνική, που νομίζω πως αποτελεί προσωπική κατάκτησι του Μούγιου. Μεταχειρίζεται «φορμάικα» και χρησιμοποιεί πλαστικά χρώματα, φροντίζοντας να δίνη με την επιμελημένη επεξεργασία μια λεία κι αστραφτερήν επιφάνεια στους πινακές του.
5. Στέλιος Λυδάκης, Εικαστικά, «Αναδρομική Έκθεσις Έργων Γ. Μούγιου», εφ. Ελεύθερος Κόσμος, 5 Απριλίου 1974
Γεννήθηκε στην Πάτρα και σπούδασε για ένα διάστημα στην Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητές τον Ιακωβίδη, Γερανιώτη και Βικάτο. Διευρύνοντας τον πνευματικό του ορίζοντα με ταξίδια σε πολλά μέρη του κόσμου έδωσε ταυτόχρονα μια διέξοδο στην ανησυχία του, που διαφαίνεται στις πολλαπλές του αναζητήσεις. Παρουσίασε έργα του σε πολλές πανελλήνιες και στο Παρίσι καθώς και σε είκοσι πέντε ατομικές του εκθέσεις στον «Παρνασσό».
Ο Γιώργος Μούγιος είναι ένα τυπικό παράδειγμα εκλεκτικού ζωγράφου, που διαθέτοντας μια ακόρεστη διάθεσι να αφομοιώση τον κόσμο και την εποχή του, δοκιμάζει ότι προσφέρεται και προσπαθεί να το κάνη κτήμα του, διαπλατύνοντας το προσωπικό του εγώ. Ακολουθώντας τους εξπρεσσιονιστικούς υπαιθριστές των πρώτων 30 χρόνων του εικοστού αιώνα, εκμεταλλεύεται δεδομένα της εποχής του Σπυρίδωνα Βικάτου και του Ουμβέρτου Αργυρού, δημιουργώντας έργα έντονης χρωματικής εκφραστικότητας. Τα ταξίδια του στο εξωτερικό τον φέρνουν αντιμέτωπο με προοδευτικότερες καλλιτεχνικές αντιλήψεις τις οποίες ανοιχτόκαρδα εγκολπώνεται και αξιοποιεί για τον εαυτό του. Από κυβιστικοκονστρουκτιβιστικές θέσεις μέχρι και αφηρημένες, «αυτόματες» τάσεις, αξιοποιεί με τον τρόπο του ο ζωγράφος, δοκιμάζοντας παντού τις δυνατότητές του και αξιοποιώντας τον δυναμισμό τους.
Σε γενικές γραμμές το έργο του Μούγιου στην αναδρομική έκθεσι της αίθουσας τέχνης «Δελφοί», μπορεί να μη παρουσιάζη ομοιογένεια και ο επισκέπτης να χάνεται λίγο- πολύ στην πλημμύρα των διαφορετικών αναζητήσεων. Όμως αυτή είναι η εικόνα ενός ανήσυχου όσο και δυναμικού ανθρώπου , που στον δικό του τομέα και από την δική του σκοπιά, αναζητεί χωρίς βέβαια πάντα να βρίσκη ένα χαρακτηριστικό κοινό της ζωής και της ζωγραφικής.